ικρίωμα ή σκαλωσιά

ικρίωμα ή σκαλωσιά
Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα (κυρίως τα κατακόρυφα ι.). Σχηματίζονται συνήθως από κάθετα στοιχεία (που ονομάζονται στύλοι) και από άλλα, που τοποθετούνται οριζόντια· τα τελευταία υποστηρίζουν τις σανίδες που σχηματίζουν τις επιφάνειες εργασίας. Οι εξωτερικές σανίδες χρησιμεύουν για την οικοδόμηση των περιμετρικών τοίχων του κτιρίου, ενώ οι εσωτερικές, με απλούστερη κατασκευή, χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση των τοιχωμάτων στους διάφορους ορόφους. Οι στύλοι συνδέονται συχνά μεταξύ τους με δοκίδες σε σχήμα Χ, για να αυξήσουν την ακαμψία του συστήματος ή για να εμποδίσουν την πλάγια κάμψη του. Οι στύλοι πρέπει να έχουν μια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό, για να αντιστέκονται σε πιθανές δράσεις ανατροπής. Οι κλίμακες και τα αναβατόρια, με τα oποία είναι εφοδιασμένα τα ι., χρησιμεύουν αντίστοιχα για τους εργάτες και για τα υλικά ή τα εργαλεία. Τα σύγχρονα ι. από χαλύβδινους σωλήνες αποτελούνται από στοιχεία σε διαφορετικά, πρότυπα μεγέθη. Στερεώνονται το ένα πάνω στο άλλο –σε οποιοδήποτε σημείο και θέση– με ειδικούς συνδέσμους και περιβλήματα, που στερεώνονται με κοχλίες. Η συναρμολόγηση και η αποσυναρμολόγηση των ι. γίνεται έτσι πολύ πιο γρήγορα, το σύνολο είναι λιγότερο ογκώδες και το υλικό επαναχρησιμοποιείται πρακτικά χωρίς απώλειες. Τα παραπάνω σωληνωτά στοιχεία επιτρέπουν πιο περίπλοκες εργασίες, όπως μερικές μεγάλες τοξωτές αψίδες για γέφυρες, με ευμεγέθη ανοίγματα. Στα ι. μπορεί να συμπεριληφθούν ακόμα και τα λεγόμενα γεφυράκια. Πρόκειται για μικρές κινητές γέφυρες, αναρτημένες από δύο σχοινιά και κρεμασμένες από τα παράθυρα ή από την οροφή με σχοινιά ή τροχαλίες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στο ασβέστωμα και στη βαφή του εξωτερικού των κατασκευών. Σύνδεσμοι για μεταλλικά ικριώματα. Εργάτες πάνω σε σκαλωσιές (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ικρίωμα — το (ΑΜ ἰκρίωμα) [ικριώ] προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά 2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα νεοελλ. εξέδρα για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ικρίωμα — το, ατος 1. σκαλωσιά, εξέδρα. 2. μικρή εξέδρα όπου γίνεται η εκτέλεση καταδίκου, αγχόνη: «Ανεβαίνω στο ικρίωμα» (θανατώνομαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαλωσιά — η, Ν (δομ.) το ικρίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ τού αορ. σκάλωσα τού σκαλώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… …   Dictionary of Greek

  • πατωσιά — η 1. δάπεδο, πάτωμα 2. όροφος οικοδομήματος 3. η επίστρωση ενός μέρους με σανίδες 4. σκαλωσιά, ικρίωμα, πρόχειρη κατασκευή από σανίδες και δοκάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατωσ τού αορ. τού πατώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • πρόπηγμα — το, ΝΑ [προπήγνυμι] νεοελλ. 1. κατασκεύασμα κατάλληλο για τη διακόσμηση ή για την προφύλαξη εξωτερικής πλευράς οικοδομήματος 2. κιγκλίδωμα, περίφραγμα αρχ. ικρίωμα, σκαλωσιά μπροστά από κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”